Αν διαβάζεις αυτές εδώ τις λέξεις μάλλον ξέρεις ότι πριν δύο εβδομάδες ήμουν στην Ιταλία και ξέπλενα τα μάτια μου με όμορφες εικόνες από τρεις ευρωπαϊκές πόλεις. Μια από αυτές ήταν η Βενετία στην οποία απόλαυσα τα όμορφα τοπία προσπαθώντας να ρουφήξω όσα περισσότερα χωρούσε το μυαλό μου και έβλεπαν τα μάτια μου. Οι άλλες δύο ήταν η Βιτσέντσα και η Βερόνα, υποδείγματα ευρωπαϊκών πόλεων με τα ποτάμια τους, τα μεσαιωνικά τους κτίσματα, τους πλακόστρωτους δρόμους, τα roundabouts, τα μεγάλα βιβλιοπωλεία, τα μεγάλα πάρκα και τις διαβάσεις στις οποίες τα αυτοκίνητα σταματούν για να περάσουν οι πεζοί. Η διαφορά με τις ελληνικές πόλεις ήταν οδυνηρά εμφανής και αποτέλεσε αφορμή για ενδοσκόπηση, αλλά γι' αυτά θα γράψω μιαν άλλη στιγμή.
Σήμερα θα μοιραστώ δύο ιστορίες. Δεν περιέχουν κάποιο πόρισμα, είναι μόνο δύο πράγματα που μου συνέβησαν στη Βενετία.
Διασχίζοντας την Ponte dell’ Accademia, τη μια από τις τέσσερις μονάχα γέφυρες που διασχίζουν το Canal Grande και αφού έβγαλα την παραπάνω φωτογραφία της Basilica di Santa Maria della Salute, γνώρισα έναν κύριο, μάλλον Άγγλο κρίνοντας από την προφορά, που περίμενε εκεί πάνω από μισή ώρα όπως μου είπε για να βγάλει φωτογραφία την εκκλησία φωτισμένη με το χρυσοπορτοκαλί χρώμα του ήλιου που έδυε πίσω από τις πλάτες μας. Είχε στήσει τη μεγάλη μηχανή του στην οποία ήταν φορεμένος ένας αναπάντεχα μεγάλος φακός βιδωμένος σε ένα τρίποδό, είχε καδράρει τη φωτογραφία όπως την ήθελε και στεκόταν υπομονετικός. Περίμενε τις πολυπόθητες, οικείες και αγαπητές σε όλους μας ακτίνες να λούσουν τους θόλους, τα παράθυρα και τα αγάλματα που ξεπροβάλλουν ανάμεσα στα γραφικά βενετσιάνικα σπίτια.
Η αναμενόμενη στιγμή όμως, η στιγμή που θα πατούσε το κουμπί και ο ήχος του κλείστρου που ανοιγοκλείνει θα γέμιζε τα αισθητήρια όργανα του εγκεφάλου του με ντοπαμίνη δεν έφτασε. Η στιγμή εκείνη που θα ένιωθε ικανοποίηση βλέποντας στην οθόνη του αυτή τη minor Basilica ντυμένη στα γλυκά, θερμά της χρώματα δεν ήρθε ποτέ. Ενώ αυτός ετοιμαζόταν να πατήσει το κουμπί, ήρθε και κάθισε ανάμεσα στην πλάτη του και τον ήλιο ένα τεράστιο, πυκνό και βαρύ σύννεφο.
Αυτά μου είπε ο μάλλον-Άγγλος. Τη φωτογραφία του δεν την έβγαλέ ποτέ. Άρχισε να ξεστήνει και υποθέτω πως μετά έφυγε. Εγώ είχα περάσει στην άλλη όχθη του καναλιού πριν τα μαζέψει όλα, οπότε δεν ξέρω να σου πω στα σίγουρα. Δεν έμαθα ποτέ το όνομά του, όμως ούτε κι αυτός το δικό μου, άρα μάλλον ήταν δίκαιο. Δεν ξέρω γιατί επέλεξε να μου τα πει εμένα όλα αυτά, ίσως επειδή ήμουν ο πρώτος που έπεσε το μάτι του ο οποίος κρατούσε SLR. Πολλοί όμως κρατούσαν SLR. Ίσως η φάτσα μου ενθαρρύνει κάποιον να μου πει μια ιστορία. Ίσως να είναι η ελληνική, φιλόξενη αύρα μου. Ίσως η ελληνική μου αύρα βέβαια να ενθαρρύνει κάποιον να μου πει κάτι αρνητικό που του συμβαίνει και τον ενοχλεί. Ίσως να του βγάζει έναν αρνητισμό η μάπα μου και τα ελληνικά χαρακτηριστικά της. Γελούσε πάντως όταν μου τα έλεγε. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό.
Κατεβαίνοντας τη γέφυρα έβγαλα άλλη μια φωτογραφία και συνέχισα.
Η γέφυρα είναι γεμάτη με κλειδωμένα λουκετάκια, τα οποία νόμιζα ότι σφραγίζουν μυστικά. Είδα μάλιστα και ένα μεγάλο λουκέτο, από αυτά που έχουν ίσιο πείρο, περικυκλωμένο και ασφαλισμένο από τον ίδιο το χοντρό, απαραβίαστο (στο μυαλό μου) μηχανισμό του. Σίγουρα αυτός που το έβαλε αυτό κρύβει ένα τεράστιο μυστικό, σκέφτηκα. Μπορεί να είναι Έλληνας πολιτικός που έφαγε πολλά λεφτά ή ιδιοκτήτης αυθαιρέτου ή βολεμένος υπάλληλος με υπέρογκη χρηματοδότηση από το κράτος. Δεν ήξερα τι είχε κάνει, τη φωλιά του πάντως την είχε λερωμένη.
Μετά έμαθα ότι αυτά τα λουκετάκια λέγονται love locks και συμβολίζουν την παντοτινή αγάπη μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι αφού τα κλειδώσουν και σφραγίσουν την αγάπη τους, ρίχνουν το κλειδί στη θάλασσα, από κάτω. Και σκέφτηκα ότι πρέπει να μην είμαι τόσο αρνητικός κι ότι μόνο ένας Έλληνας θα έβλεπε λουκετάκια σε μια γέφυρα και θα πλημμύριζε το μυαλό του με καχυποψία.
Συνέχισα να σκέφτομαι, καίτοι έμαθα για τα love locks, ότι μπορεί όντως να ήρθε εδώ κάποιος άλλος Έλληνας να κάνει διακοπές με τη γυναίκα του, εκμεταλλευόμενος το παχυλό εισόδημά του και να μην ήξερε ούτε αυτός τι συμβολίζουν αυτά τα λουκετάκια. Έσπευσε λοιπόν και αγόρασε το καλύτερο που μπορούσε να βρει για να σφραγίσει το μυστικό του. Δεν ξέρω γιατί μου έκατσε αυτή η ιδέα, όμως δεν μπορούσα να την αποβάλλω. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό.
Το πιο πιθανό είναι πως είμαι παράφρων και κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το πιο λυπηρό είναι πως ακόμη και αν ισχύει, εγώ δε θα το μάθω ποτέ.